- κυκλεῖς
- κυκλέωwheel alongpres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυκλώ — (I) κυκλῶ, έω (Α) [κύκλος] 1. μεταφέρω με άμαξα («κυκλήσομεν ἐνθάδε νεκρούς», Ομ. Ιλ.) 2. κινώ γύρω γύρω, κυκλικά, περιφέρω («πόδα... ἀνὰ κύκλον κυκλεῑς», Αριστοφ.) 3. (αμτβ.) επανέρχομαι περιοδικώς («πολλαὶ κυκλοῡσι νύκτες ἡμέραι τ ἴσαι», Σοφ.)… … Dictionary of Greek